- συνοδοιπορία
- η1. οδοιπορία μαζί με άλλους.2. το να συμβαδίζει ιδεολογικά μια πολιτική παράταξη με μιαν άλλη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνοδοιπορία — η, ΝΜΑ [συνοδοιπόρος] κοινή οδοιπορία, συμπόρευση … Dictionary of Greek
πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… … Dictionary of Greek
συμβαδισμός — ὁ, Μ [συμβαδίζω] το να βαδίζει κανείς μαζί με κάποιον άλλο, η κοινή πορεία, συνοδοιπορία … Dictionary of Greek
συνεμπορία — ἡ, Μ [συνέμπορος] συνοδοιπορία … Dictionary of Greek
συνοδία — η, ΝΜΑ, και συνοδιά Ν [συνοδός] 1. κοινή πορεία, συνοδοιπορία 2. ομάδα συνοδοιπόρων, καραβάνι μσν. το εκκλησίασμα σε μια τελετή («μήτε εἰς συνοδίαν βουλόμενος εἰσελθεῑν», Παλλ.) αρχ. 1. συναναστροφή, συντροφιά («ἀνδρὸς πονηροῡ φεῡγε συνοδίαν ἀεί» … Dictionary of Greek
συνοδεία — η, ΝΑ [συνοδεύω] νεοελλ. 1. ομάδα ανθρώπων που συνοδεύει κάποιον, που μετακινείται μαζί του τιμητικά ή για την ασφάλεια του ή για να εμποδίσει την απόδραση του (α. «η συνοδεία τού Πατριάρχη» β. «η συνοδεία τού πρωθυπουργού» γ. «μεταφέρθηκε στο… … Dictionary of Greek
συνόδευση — η / συνόδευσις, εύσεως, ΝΜ [συνοδεύω] το να συνοδεύει κανείς κάποιον άλλο, συνοδοιπορία … Dictionary of Greek